ΚΑΡΩΤΙΔΙΚΗ ΝΟΣΟΣ
Εισαγωγή
Η καρωτιδική νόσος είναι μια από τις σημαντικότερες και συχνότερες αιτίες πρόκλησης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Εκδηλώνεται όταν οι καρωτιδικές αρτηρίες, οι οποίες αποτελούν τις κύριες αρτηρίες αιμάτωσης του εγκεφάλου, παρουσιάσουν στένωση ή απόφραξη. Η βλάβη των συγκεκριμένων αιμοφόρων αγγείων προκαλείται από την αθηρωματική πλάκα, η οποία είναι μια ανώμαλη προβολή και αποτελείται από χοληστερόλη, ασβέστιο και ινώδη ιστό. Αυτές οι εναποθέσεις φράζουν τις καρωτιδικές αρτηρίες, με αποτέλεσμα να μην αιματώνεται σωστά ο εγκέφαλος.
Η απόφραξη αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Το εγκεφαλικό επεισόδιο αποτελεί μια επείγουσα ιατρική κατάσταση, η οποία συμβαίνει όταν διακόπτεται ή μειώνεται σοβαρά η παροχή αίματος στον εγκέφαλο. Ένα εγκεφαλικό στερεί από τον εγκέφαλό το απαραίτητο οξυγόνο και εξαιτίας αυτού μέσα σε λίγα λεπτά τα εγκεφαλικά κύτταρα αρχίζουν να πεθαίνουν. Η καρωτιδική νόσος αναπτύσσεται αργά.
Η έγκαιρη πρώιμη διάγνωση της νόσου
είναι πολύ σημαντική
για την καλή έκβαση της κατάστασης και στα δύο στάδια της νόσου.
Κατανόηση της καρωτιδικής νόσου
Κύρια αιτία για την πρόκληση καρωτιδικής νόσου είναι η δημιουργία αθηρωματικής πλάκας ή αρτηριοσκλήρυνση (πάχυνση του τοιχώματος) στην κοινή και έσω καρωτίδα. Η αρτηρία αυτή βρίσκεται κάτω από το σαγόνι του ασθενούς και εκτείνεται από την αορτή μέχρι τον εγκέφαλο.
Η στένωση της καρωτίδας δεν δίνει έμμεσα συμπτώματα που να οδηγήσουν στη διάγνωση. Το μοναδικό σύμπτωμα που μπορεί να δώσει η στένωση της καρωτίδας είναι απευθείας το εγκεφαλικό επεισόδιο (παροδικό (ΤΙΑ) ή μόνιμο).
Οι συχνότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η υπερχοληστεριναιμία (υψηλή χοληστερόλη στο αίμα), η αρτηριακή υπέρταση (αυξημένη πίεση αίματος), ο διαβήτης και το κάπνισμα. Σπανιότερος παράγοντας είναι η ακτινοβολία στην περιοχή λόγω καρκίνου των οργάνων του τραχήλου. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η καρωτιδική νόσος οδηγεί στην επιπλοκή του αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου είναι ζωτικής σημασίας η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση
Ποιες είναι οι επεμβατικές μέθοδοι χειρουργικής θεραπείας;
Θεραπευτικές επιλογές για την καρωτιδική νόσο
Η στένωση του αυλού ως απόλυτος αριθμός (π.χ. 60%) δεν αποτελεί κριτήριο για την επικινδυνότητα της νόσου και την ανάγκη επέμβασης. Τα κύρια κριτήρια που οδηγούν στην απόφαση για το αν η καρωτιδική νόσος θε πρέπει να αντιμετωπιστεί ή όχι είναι τα εξής:
1. Παρουσία συμπτωμάτων και στένωση > 50%
2. Ταχύτητες ροής διαμέσου της στένωσης > 250cm/sec (>70% στένωση)
3. Σύσταση της αθηρωματικής πλάκας (παρουσία θρόμβου, «μαλακού» ή «σκληρού» αθηρωματικής πλάκας).
Σε περιπτώσεις παρουσίας καρωτιδικής νόσου θα πρέπει να γίνει άμεση έναρξη αντιαιμοπεταλιακής αγωγής, καρδιολογικός έλεγχος για την παρουσία στεφανιαίας καρδιακής νόσου και χορήγηση στατινών για την πτώση της χοληστερίνης. Εάν η νόσος πληρεί τα κριτήρια που συστήνουν οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αγγειοχειρουργικής για χειρουργική αντιμετώπιση θα πρέπει να συζητηθεί με τον αγγειοχειουργό η καταλληλότερη θεραπεία μεταξύ της κλασσικής χειρουργικής αποκατάστασης και του ενδαγγειακού στεντ. Κατά γενικό κανόνα και με βάση τα αποτελέσματα μεγάλων τυχαιοποιημένων μελετών, συνίσταται η ανοιχτή χειρουργική αποκατάσταση σε συμπτωματικούς ασθενείς και σε ασθενείς με ασυμπτωματική στένωση χωρίς ιδιαίτερα επιβαρυμένο ιστορικό από πλευράς της καρδιάς. Το ενδαγγειακό στεντ συνίσταται σε ασθενείς με ιδιαίτερα επιβαρυμένο καρδιαγγειακό προφίλ όπου η αναισθησία δεν ενδείκνυται, καθώς και σε ασθενείς που έχουν χειρουργηθεί ξανά στην καρωτίδα ή έχουν ακτινοβοληθεί στην περιοχή.
Ο ρόλος του αγγειοχειρουργού
Ο ρόλος του αγγειοχειρουργού στη θεραπεία της καρωτιδικής νόσου είναι καθοριστικός για την αξιολόγηση των απεικονοστικών μεθόδων (τρίπλεξ καρωτίδων, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία) καθώς και την απόφαση για την καταλληλότερη θεραπεία (ενδαρτηρεκτομή, stent, φαρμακευτική αγωγή)