endovascular design

Η οξεία εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση αποτελεί ένα σοβαρό αγγειοχειρουργικό πρόβλημα. Η πιο ήπια μορφή της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης περιλαμβάνει την εκδήλωση τοπικού πόνου στη γάμπα του ασθενούς. Οι πιο σοβαρές μορφές περιλαμβάνουν την εκδήλωση εκτεταμένου οξέος οιδήματος του κάτω άκρου και την πρόκληση πνευμονικής εμβολής.

 

Επιδημιολογία: H εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση είναι πολύ συχνή στις δυτικές χώρες με συχνότητα περίπου 900.000 περιπτώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και 700.000 περιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ίδια επιδημιολογική ανάλυση έδειξε 434.723 νέες περιπτώσεις πνευμονικής εμβολής και 543.454 συσχετιζόμενους θανάτους.

Παράγοντες κινδύνου:

Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου είναι η ακινητοποίηση του ασθενούς (μετεγχειρητική, μετά από τραύμα, εξαιτίας αναπηρίας), η συνύπαρξη κακοήθειας, η παρουσία κεντρικών φλεβικών καθετήρων, το ιστορικό επιπολής θρομβοφλεβίτιδας, η νευρολογική πάρεση, οι κιρσοί σε ηλικία < 45 ετών (4 φορές αύξηση του ρίσκου), η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, τα ταξίδια όπου ο ασθενής μένει ακινητοποιημένος για πολύ ώρα (αποστάσεις > 5000 km αυξάνουν το κίνδυνο 150 φορές περισσότερο από αποστάσεις < 5000 km), οι θρομβοφιλίες, η εγκυμοσύνη, η χρήση αντισυλληπτικών και άλλων ορμονικών θεραπειών κι οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου. Ποιες είναι οι κύριες επιπλοκές της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης; Οι κύριες επιπλοκές της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης είναι η πνευμονική εμβολή, η πνευμονική υπέρταση, το μεταθρομβωτικό σύνδρομο μέχρι και ο αιφνίδιος θάνατος (ιδιαίτερα σε ασθενείς με κακοήθεια ή συνοδές καρδιαγγειακές παθήσεις).

Η διάγνωση της οξείας εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης πραγματοποιείται μέσω της διεξαγωγής υπερηχογραφικού ελέγχου. Η κλινική υποψία φλεβοθρόμβωσης τίθεται μετά από μέτρηση ενός ειδικού συστήματος κατηγοριοποίησης των διαφόρων παραγόντων κινδύνου (Wells score > 2) και την εργαστηριακή ανάλυση της τιμής των D-dimers. Σε περίπτωση κλινικής υποψίας και υψηλού δείκτη των D-dimers απαιτείται ο άμεσος υπερηχογραφικός έλεγχος.

Η διεξαγωγή αξονικής ή μαγνητικής φλεβογραφίας συνίσταται σε περίπτωση που ο υπερηχογραφικός έλεγχος επιβεβαιώσει την εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση των λαγονομηριαίων φλεβών (φλεβών της κοιλιάς).

Επιπλέον σε αυτή την περίπτωση καθώς και στην περίπτωση κλινικής ή υπερηχογραφικής υποψίας πνευμονικής εμβολής, επιβάλλεται η διεξαγωγή της επονομαζόμενης spiral αξονικής τομογραφίας για τον έλεγχο των πνευμονικών αρτηριών.

Η θεραπεία της οξείας εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης ήταν για πολλά χρόνια συντηρητική με την χορήγηση αντιπηκτικών και την εφαρμογή ειδικών καλτσών διαβαθμισμένης συμπίεσης για όλη τη διάρκεια της ζωής των ασθενών. H αντιπηκτική αγωγή θα πρέπει να χορηγείται τουλάχιστον για 6 μήνες. Οι ασθενείς με υποτροπιάζοντα επεισόδια εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με δια βίου αντιπηκτική αγωγή.
Η νοσηλεία για την αντιπηκτική αγωγή δεν κρίνεται απαραίτητη και η θεραπεία μπορεί να πραγματοποίειται κατ’ οίκον.

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!
H αντιπηκτική αγωγή δεν έχει καμία δράση στον θρόμβο, η λύση του οποίου εξαρτάται από το σύστημα λύσης του οργανισμού. Γι’ αυτόν το λόγο, 25% των ασθενών με οξεία εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες του μεταθρομβωτικού συνδρόμου με πόνο στα κάτω άκρα, οιδήματα, αλλοίωση του χρώματος του δέρματος και χρόνια έλκη πάρα την βέλτιστη συντηρητική θεραπεία.

Θεραπεία λαγονομηριαίας εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης

 

Στις περιπτώσεις αυτές, ο θρόμβος εντοπίζεται κεντρικά με επέκταση από τμήμα της κοινής μηριαίας φλέβας ή με σημείο έναρξης τη λαγόνιο ή την κάτω κοίλη φλέβα. Όταν η απόφραξη είναι σημαντική, τότε μπορεί να εμφανιστεί η άκρως επικίνδυνη κυανή επώδυνος φλεγμονή, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ακρωτηριασμό του ποδιού εάν δε θεραπευτεί άμεσα.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ! Στη σύγχρονη Αγγειοχειρουργική και στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών εφαρμόζονται νέες ενδαγγειακές μέθοδοι οι οποίες επιτρέπουν την άμεση αφαίρεση του θρόμβου στις λαγονομηριαίες φλέβες και την αποκατάσταση της βλάβης με φλεβικά stents.
Οι μέθοδοι αυτοί περιλαμβάνουν τη χρήση ειδικών συσκευών που αναρροφούν το θρόμβο μέσω αρνητικής πίεσης. Μετά την αντιμετώπιση της βλάβης ακολουθεί η χορήγηση της αντιπηκτικής αγωγής και η χρήση αντιθρομβωτικών καλτσών για ένα χρόνο και έτσι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα εμφάνισης αντιθρομβωτικού συνδρόμου.